- διακονίζω
- και διακονίζομαι (Μ διακονίζω)διακονεύω, ζητιανεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακονεύω — και διακονάω και διακονίζω [διακονιά] 1. ζητιανεύω, επαιτώ 2. ζητώ με παρακάλια … Dictionary of Greek
ՍԱՐԿԱՒԱԳԵՄ — (եցի.) NBH 2 0701 Chronological Sequence: 6c, 12c, 13c, 14c չ.ն. διακονέω, διακονίζω ministerium ago, famulor, inservio, ministro. Պաշտել. սպասաւորել. արբանեկել. ծառայել. ... *Պարտ է անշունչ նիւթ՝ բանաւոր կենդանեաց սպասաւոր լինելով՝ սարկաւագելով… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)